φέρτατος

φέρτατος
φέρτατος
bravest
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο …   Dictionary of Greek

  • φερτάτων — φέρτατος bravest fem gen pl φέρτατος bravest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτερον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτάτου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτάτῳ — φέρτατος bravest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρη — φέρτατος bravest fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρους — φέρτατος bravest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατα — φέρτατος bravest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”